- Τουρκάλα
- η, Νβλ. Τούρκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σουάντ, Ντερβίς — Τουρκάλα συγγραφέας (1903 1972). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Την περίοδο 1940 41 διεύθυνε την εφημερίδα Veni edebiyat στην οποία δημοσιεύτηκαν έργα πολλών σύγχρονων Τούρκων συγγραφέων. Διατέλεσε πρόεδρος του πρώτου… … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
μπούλα — μπούλα, ἡ (Μ) 1. γυναίκα με σκεπασμένο το πρόσωπο 2. Τουρκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαμπούλα, με ανομοιωτική αποβολή. Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μπόλια] … Dictionary of Greek
τουρκαλάς — ο, θηλ. τουρκάλα, Ν 1. ψηλός, μεγαλόσωμος Τούρκος 2. άξεστος, αμόρφωτος Τούρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κατάλ. αλάς (πρβλ. κρεμαντ αλάς)] … Dictionary of Greek
χανούμισσα — η, Ν 1. μουσουλμάνα κυρία 2. (γενικά) μουσουλμάνα, οθωμανίδα, τουρκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χανούμ* + κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα)] … Dictionary of Greek
Αντιλέ χανούμ — (19ος αι.). Τουρκάλα που γεννήθηκε στο Λιοντάρι της Αρκαδίας και κατοικούσε στην Τρίπολη. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Έλληνες, ο Γάλλος Περσάμ, που την είχε ερωτευτεί, την πήρε στην Γαλλία, όπου την έκανε χριστιανή δίνοντάς της το όνομα… … Dictionary of Greek
Ορμίσδας — I Όνομα πέντε ηγεμόνων της Περσίας από τη δυναστεία των Σασανιδών. 1. Ο. Α’ (271 272). Διακρίθηκε για την ανεξιθρησκεία του. 2. Ο. Β’ (303 309). Γιος του βασιλιά Ναρσή, τον διαδέχτηκε μετά την παραίτησή του. Ήταν φιλειρηνικός μονάρχης αλλά οι… … Dictionary of Greek
Τούρκος — ο θηλ. Τούρκισσα και Τουρκάλα 1. αυτός που ανήκει στην τουρκική εθνότητα. 2. κάθε μωαμεθανός: Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις; (δημοτ. στίχ.). 3. άνθρωπος άγριος, βάρβαρος, άσπλαχνος: Τι Τούρκος είναι με τους κατωτέρους του!… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)